Ένας οδηγός μιας ενσυνείδητης παιδαγωγικής για τη διαφορετικότητα

4.3.3 Η ανεργεία

Το 2017, το ποσοστό ανεργίας ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 21,5%. Το ποσοστό μειώθηκε από το 2002, κυρίως λόγω του αυξανόμενου ποσοστού γυναικών που εργάζονται. Η πλειονότητα των χωρών είχε ποσοστό ανεργίας 20-30%, μόνο η Ελλάδα με 42,3% ήταν σημαντικά υψηλότερη από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Η Βουλγαρία και η Σλοβενία ​​είχαν χαμηλά ποσοστά ανεργίας 6,2% και 6,6% αντίστοιχα (βλ. Eurostat, 2018).

Η εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας επηρεάζεται έντονα από τις παγκόσμιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές αγορές. Η μακροχρόνια ανεργία αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ της συνολικής ανεργίας Μειώθηκε σταθερά από το 2008, έτσι ώστε με αυτές τις θετικές τάσεις, η ΕΕ να μπορεί να επιτύχει το στοχευμένο ποσοστό απασχόλησης του 75% στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018). Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» χρησιμεύει ως κατευθυντήρια γραμμή για την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης αυτήν τη δεκαετία. Χρησιμοποιούνται βιώσιμα, έξυπνα και χωρίς αποκλεισμούς μέσα για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Μεταξύ άλλων, ο αριθμός των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο πρέπει να μειωθεί στον τομέα της εκπαίδευσης και, ταυτόχρονα, να αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων με πανεπιστημιακό πτυχίο στη μέση ηλικία (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2019).

Ειδικά οι νέοι επαγγελματίες, τα άτομα με χαμηλή εκπαίδευση και τα άτομα με ξένη ιθαγένεια έχουν συχνά προβλήματα στην εύρεση εργασίας (βλ. Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, 2018). Ένας άλλος λόγος για το υψηλό ποσοστό ανεργίας είναι η σχετικά μακρά περίοδος κατάρτισης. Από το 2007, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 20 έως 24 ετών που ήταν ακόμη σε διαδικασία κατάρτισης αυξήθηκε από 41 σε 45%. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αποδοθεί κυρίως στον αυξανόμενο αριθμό μαθητευομένων. Πολλοί από τους νέους ενήλικες απασχολούνται κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους, για παράδειγμα σε συστήματα διπλής εκπαίδευσης. Η ανεργία μεταξύ των νέων είναι υψηλότερη στη νότια Ευρώπη, με περίπου μόνο το ένα τέταρτο των ατόμων ηλικίας 20-24 ετών να εργάζεται στην Ελλάδα (βλ. Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, 2018). Αυτό σχετίζεται επίσης με την αλλαγή στην παραγωγή και τις οικονομικές συνθήκες. Δεν υπάρχουν καθόλου κλασικά εργοστάσια με σχετικά καλά αμειβόμενες θέσεις στον τομέα των χαμηλών μισθών. Στη Βιομηχανία 2.0, 3.0 και 4.0, οι περισσότερες διαδικασίες αυτοματοποιούνται με νέες τεχνολογίες και υπολογιστές και οι θέσεις εργασίας καταργούνται. Συνεπώς, όλο και περισσότεροι επιχειρηματικοί κλάδοι απαιτούν περαιτέρω τεχνολογική ή επιχειρηματική γνώση στο πλαίσιο της ψηφιακής επανάστασης.

Οι επιπτώσεις της ανεργίας στην υγεία

Η ανεργία και οι συνέπειες για την ψυχική υγεία και την υγιή συμπεριφορά έχουν ερευνηθεί και τεκμηριωθεί σε διάφορες μελέτες. Οι αναλύσεις δείχνουν ότι οι άνεργοι έχουν τουλάχιστον διπλάσιες πιθανότητες να υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες, ιδίως κατάθλιψη και διαταραχές άγχους, από ότι οι εργαζόμενοι (βλ. Hoebel; Kuntz; Kroll; Lampert & Müters, 2017). Οι νέοι, ιδίως, που είχαν εμπειρία με την ανεργία έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία από τους άνεργους στη μέση ενηλικίωση (βλ. Hoebel et al 2017).

Η ανεργία αντικατοπτρίζεται επίσης στον υγιεινό τρόπο ζωής, κυρίως με αυξημένη κατανάλωση καπνού, ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες και μικρή σωματική δραστηριότητα. Οι νέοι με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης ειδικότερα έχουν υψηλότερους κινδύνους για την υγεία τους. Στην ενηλικίωση, οι κεντρικοί και θεμελιώδεις παράγοντες και δεξιότητες για την υγεία και τον υγιεινό τρόπο ζωής μαθαίνονται, έτσι ώστε τα ανθυγιεινά πρότυπα να μπορούν επίσης να σταθεροποιηθούν. Οι νέοι συγκλονίζονται με τα αναπτυξιακά τους καθήκοντα και τις απαιτήσεις της νεανικής ενηλικίωσης, έτσι ώστε να περιγράφονται εντάσεις και αυξημένη αίσθηση του στρες, που σχετίζονται με αρνητικές συνέπειες για την ψυχική υγεία (βλ. Hoebel; Kuntz; Kroll; Lampert & Müters, 2017).

Μια ακραία μορφή κοινωνικής ανισότητας, που σχετίζεται άμεσα με το εισόδημα, είναι το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, περίπου δέκα ετών, των ατόμων σε κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες, σε σύγκριση με τις ομάδες μεσαίου ή υψηλού εισοδήματος. Οι λόγοι για αυτές τις διαφορές περιλαμβάνουν την συχνότερη εμφάνιση σωματικών και ψυχικών ασθενειών, η οποία οφείλεται εν μέρει σε κακές συνθήκες εργασίας και κατοικίας, καθώς και σε κακή/άνιση πρόσβαση σε καλή ιατρική περίθαλψη και προληπτικές ιατρικές εξετάσεις.

Ακόμη και στη μέση ηλικία, η κερδοφόρα απασχόληση παίζει κεντρικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, χρησιμεύει για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, προωθεί τις κοινωνικές σχέσεις, δίνει δομή στην καθημερινή ζωή, και έχει ως ουσιαστικό αποτέλεσμα να οδηγεί σε κοινωνικό κύρος. Εάν η απασχόληση σταματήσει, επιδεινώνεται η ικανοποίηση της ζωής και η αυτοπεποίθηση, τα προβλήματα υγείας αυξάνονται και καθιστούν πιο δύσκολη την επιστροφή στην εργασία. Ειδικά στη μέση φάση της ζωής, προκύπτουν προβλήματα υγείας που οφείλονται στον υγιεινό τρόπο ζωής στις προηγούμενες φάσεις της ζωής (βλ. Hoebel; Kuntz; Kroll; Lampert & Müters, 2017).

Εκτός από τους κινδύνους για την υγεία, τα άτομα που δεν απασχολούνται έχουν άλλα προβλήματα. Η μελέτη Marienthal που πραγματοποιήθηκε το 1930 διαπίστωσε ότι οι άνεργοι που εξετάστηκαν εκεί έδειξαν μείωση του χωρικού και χρονικού προσανατολισμού και έλλειψη προοπτικών. Επιπλέον, εντοπίστηκαν αυξανόμενες οικογενειακές, κοινωνικές και ψυχολογικές πιέσεις που θα μπορούσαν να συμβαδίζουν με τη μοναξιά. Μειώθηκε επίσης η αυτο-αποτελεσματικότητα των ανθρώπων, δηλαδή το αίσθημα ότι μπορούν να επηρεάσουν και να ελέγξουν τη ζωή τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κερδοφόρα απασχόληση δίνει στους ανθρώπους περισσότερα από το να κερδίζουν χρήματα, τους δίνει δομή και τους επιτρέπει να κάνουν επαφές εκτός του στενότερου κοινωνικού δικτύου. Έκτοτε, αυτά τα αποτελέσματα έχουν αποδειχθεί επανειλημμένα σε μελέτες (βλ. Promberger, 2008).

Η εκπαίδευση έχει αντίκτυπο στην ικανοποίηση από τη ζωή και την ικανοποίηση από την προσωπική οικονομική κατάσταση κάποιου. Τα άτομα με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης είναι πιο ευτυχισμένα με τη ζωή τους από ότι τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Ειδικά επειδή η εκπαίδευση έχει μεγάλο αντίκτυπο στο εισόδημα των ανθρώπων, μπορεί να φανεί ότι τα άτομα με χαμηλό εισόδημα είναι πιο δυσαρεστημένα με τη ζωή τους και συνήθως αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδότησης βασικών προμηθειών τροφίμων και ενδυμάτων και χρήσης υπηρεσιών, επειδή δεν διαθέτουν τους πόρους (βλέπε Eurostat, 2015).